συγχρονίζω

συγχρονίζω
συγχρόνισα, συγχρονίστηκα, συγχρονισμένος
1. κάνω δύο πράγματα να συμπέσουν χρονικά: Δεν μπόρεσαν να συγχρονίσουν τις ενέργειές τους. – Δεν κατάφερε να συγχρονίσει τα μέλη της χορωδίας.
2. εκμοντερνίζω, προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση: Έμεινε προσκολλημένος στην παράδοση και δε λέει να συγχρονιστεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγχρονίζω — συγχρονίζω, συγχρόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγχρονίζω — ΝΜΑ [σύγχρονος] νεοελλ. (μτβ.) 1. επιτυγχάνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων ή καταστάσεων («οι χορευτές προσπαθούν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους») 2. προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση, στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονίζω 3.… …   Dictionary of Greek

  • συγχρονίσει — συγχρονίζω spend some time in aor subj act 3rd sg (epic) συγχρονίζω spend some time in fut ind mid 2nd sg συγχρονίζω spend some time in fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονίζει — συγχρονίζω spend some time in pres ind mp 2nd sg συγχρονίζω spend some time in pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονίζουσι — συγχρονίζω spend some time in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγχρονίζω spend some time in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονίσαι — συγχρονίζω spend some time in aor inf act συγχρονίσαῑ , συγχρονίζω spend some time in aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονισθέν — συγχρονίζω spend some time in aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονισάτω — συγχρονίζω spend some time in aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονίζειν — συγχρονίζω spend some time in pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχρονίσαντες — συγχρονίζω spend some time in aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”